- πλάνος
- Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Ζακύνθου του ομώνυμου νομού.
* * *(I)-α, -ο / πλάνος, -α, -ον, ΝΜΑ1. (για πράγματα) αυτός που παραπλανά, που παραπείθει (α. «πλάνες υποσχέσεις» β. «μὴ τὸ θίγῃς πλάνα δῶρα», Μοσχ.)2. (για πρόσ.) αυτός που εξαπατά, απατεώνας3. εκκλ. αυτός που πιστεύει ή διδάσκει εσφαλμένες θρησκευτικές δοξασίες, που αντιστρατεύεται τις χριστιανικές διδασκαλίες και αλήθειεςνεοελλ.1. αυτός που γοητεύει με την ομορφιά του, γοητευτικός (α. «πλάνα μάτια»)2. (για πρόσ.) γόης3. αυτός που πλανάται ως προς την πεποίθηση ή την προσδοκία του («γλυκοί εστάθηκαν και πλάνοι / τών γονιών σου οι στοχασμοί», Σολωμ.)4. το αρσ. ως ουσ. ο πλάνοςα) δόλωμα αλιευτικόβ) το πουλί γιδοβυζάστραμσν.-αρχ.1. ασταθής («ποικίλον πρᾱγμ' ἐστὶ καὶ πλάνον τύχη», Μέν.)αρχ.αυτός που περιπλανάται («πλάνα φέγγη» — οι πλανήτες, Μαν.)2. το αρσ. ως ουσ. α) περιπλάνησηβ) κίνηση («κερκίδος ἐμᾱς πλάνους», Ευρ.)γ) παρέκκλιση, παρέκβασηδ) (για ασθένεια) ανώμαλη πορείαε) πλάνη, λάθοςστ) γραμματικό σφάλμαζ) απατηλή κατάσταση3. φρ. α) «πνεῡμα πλάνον»(στην Καινή Διαθήκη) δαίμονας που παραπλανά, που εκτρέπει από την ευθεία οδό, από την αλήθειαβ) «φροντίδος πλάνοι» — οι περιπλανήσεις τής σκέψηςγ) «πλάνος φρενῶν»i) μανία, παραφροσύνηii) ψυχική διαταραχή.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. πλανῶ / πλανῶμαι].————————(II)το, Ν(στον Ερωτόκρ.) δελεαστικό μέσο, δέλεαρ.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πλάνη με αλλαγή γένους (πρβλ. μισθό, το: μισθός, ο, πεύκο, το: πεύκη, η)].
Dictionary of Greek. 2013.